Το Εμπράγματο Δίκαιο είναι κλάδος του Αστικού Δικαίου

και ορίζεται στο τρίτο μέρος (βιβλίο) του Αστικού Κώδικα, το οποίο χωρίζεται σε 11 κεφάλαια από το άρθρο 947 μέχρι και το άρθρο 1345 και ρυθμίζει τα απόλυτα δικαιώματα επί πραγμάτων, τα οποία απαριθμούνται περιοριστικώς και είναι η κυριότητα, η συγκυριότητα, η νομή, η επικαρπία, οι προσωπικές δουλείες (πραγματικές και προσωπικές), η μεταγραφή, το ενέχυρο και η υποθήκη. Όσον αφορά στα ως άνω αναφερόμενα δικαιώματα το εμπράγματο δίκαιο ορίζει ποια είναι αυτά, τι περιεχόμενο έχουν, πώς συστήνονται, πώς μεταβιβάζονται και πώς προστατεύονται.

Είναι αναγκαστικό δίκαιο (iuscogens), δηλαδή ο αριθμός και το περιεχόμενο των εμπράγματων δικαιωμάτων είναι όπως προβλέπεται με νόμο και δεν αλλάζει.

Ωστόσο το εμπράγματο δίκαιο περιλαμβάνει και άλλα δικαιώματα, ιδιαίτερα ενοχικές αξιώσεις που γεννιούνται ιδίως με την ευκαιρία προσβολής εμπράγματων δικαιωμάτων ή, γενικότερα, εμπράγματων σχέσεων.

Περιλαμβάνει,ακόμη, θέματα κληρονομικού δικαίου.

Ειδικότερα, εμπράγματο δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζουν τα εμπράγματα δικαιώματα, δηλ. τις έννομες σχέσεις των προσώπων προς τα πράγματα. Όπου το δίκαιο δεν αφήνει τα οικονομικά αγαθά στην ελεύθερη χρήση και διάθεση του καθενός αλλά ξεκινά από το θεσμό της ιδιοκτησίας πρέπει να ρυθμιστεί ποια οικονομικά αγαθά μπορεί να ανήκουν στα πρόσωπα και ποιες εξουσίες μπορεί να έχει το πρόσωπο επάνω σ’ αυτά.

Ακριβώς αυτό το έργο επιτελεί το εμπράγματο δίκαιο: Αφενός καθορίζει τις έννομες μορφές με τις οποίες το πρόσωπο εξουσιάζει τα πράγματα, δηλαδή  τα εμπράγματα δικαιώματα, και αφετέρου ρυθμίζει το περιεχόμενο, την κτήση και απώλεια, καθώς και την προστασία που παρέχει ο νόμος στα δικαιώματα αυτά.

Εξασφαλίζεται ακόμα και η κοινωνική ειρήνη μέσω εμπράγματου δικαίου αφού αποτρέπεται διενέξεις προσώπων για χρήση των πραγμάτων.

Περιεχόμενο του εμπράγματου δικαίου είναι η εξουσίαση των οικονομικών αγαθών, χωρίς την οποία δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος.

Το εμπράγματο δίκαιο είναι οικοδομημένο επάνω στο απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας ή ιδιοκτησίας, την κατ’ εξοχήν μορφή εξουσιάσεως των αγαθών.

Ο κύριος (ή ιδιοκτήτης) έχοντας την αποκλειστική χρήση και ελεύθερη διάθεση του πράγματος, μπορεί είτε να το κρατήσει για τον εαυτό του είτε να το εκποιήσει σε τρίτο και να αποξενωθεί έτσι από κάθε εξουσία επάνω στο πράγμα.

Μπορεί ακόμα να διατηρήσει μεν την εξουσία επάνω στο πράγμα, να αποχωρίσει όμως μικρά ή μεγαλύτερα τμήματα της εξουσίας αυτής και να τα παραχωρήσει σε άλλους, θέτοντας έτσι το πράγμα συγχρόνως στην υπηρεσία του εαυτού του και τρίτων.

Ο κύριος ακινήτου π.χ. μπορεί να το μεταβιβάσει ( ακριβέστερα: την κυριότητα επάνω σε αυτό) σε τρίτον. Μπορεί επίσης να παραμείνει κύριος, αλλά να συστήσει υπέρ τρίτων υποθήκη ή επικαρπία. Με τον τρόπο αυτό στην κυριότητα (καθολική εξουσίαση) αντιπαρατάσσονται τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα (μερική εξουσίαση). Η διάκριση αυτή μεταξύ κυριότητας και περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων είναι το θεμέλιο, επάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί ολόκληρο το σύστημα του εμπράγματου δικαίου στον Αστικό Κώδικα.

Ως πράγμα ορίζεται ένα ενσώματο αντικείμενο, αυθύπαρκτο, απρόσωπο (ο άνθρωπος δεν είναι πράγμα) και δεκτικό εξουσίασης (το δικαίωμα δεν είναι πράγμα). Κάποια πράγματα δεν αποτελούν από μόνα τους πράγματα με την νομική έννοια, αλλά αποτελούν πράγματα όταν αντιμετωπίζονται ως ομάδα, συνολικά και ενιαία.

Το εμπράγματο δίκαιο διέπεται από την αρχή της ειδικότητας βάσειτης οποίας για κάθε πράγμα υπάρχει και ένα εμπράγματο δικαίωμα. Για να μεταβιβαστεί μια ομάδα πραγμάτων έχουμε τόσες δικαιοπραξίες όσα είναι και τα πράγματα.

Ως συμπέρασμα μπορεί να τονιστεί ότι το εμπράγματο δικαίωμα αποτελεί σχέση προσώπου προς πράγμα που έχει μια θετική (ή εσωτερική) πλευρά και μια αρνητική (ή εξωτερική).

Η θετική είναι ο άμεσος εξουσιασμός του πράγματος και ο πορισμός από αυτόν ωφελειών (αμεσότητα). Η αρνητική είναι η ενέργεια του δικαιώματος κατά παντός τρίτου.

Η δυνατότητα του δικαιούχου να αποκλείσει κάθε ενέργεια τρίτου επάνω στο πράγμα, να επιβάλει σε όλους τους άλλους το σεβασμό της εξουσίας του επάνω στο πράγμα (απολυτότητα). Τα εμπράγματα δικαιώματα ισχύουν έναντι όλων (erga omnes).