Το Εμπόριο ως σύνολο διαδικασιών επ΄ ωφελεία οικονομικού κέρδους που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης συμβάλλει αποτελεσματικά στη κυκλοφορία των λεγομένων οικονομικών αγαθών.

Η μεσολαβητική αυτή ενέργεια που εκδηλώνεται κατά διάφορους τρόπους, όπως μεταφορά, ασφάλιση, παροχή πίστης, παραγγελία, μεσιτεία κ.ά. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Σήμερα κάθε τέτοια μορφή έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό που παρουσιάζεται ως μεγάλη επιχείρηση με κίνητρο βεβαίως το αντίστοιχο κέρδος.

Το επιδιωκόμενο κέρδος όμως δεν είναι απόλυτα βέβαιο στο εμπόριο αφού τούτο εξαρτάται από πλήθος αστάθμητων παραγόντων που καθιστούν την εμπορική ενέργεια αρκετά επικίνδυνη. Η αβεβαιότητα αυτή και ο κίνδυνος ζημίας στην επιδίωξη του κέρδους κατά τη διακίνηση αγαθών αποτελούν και τα κύρια γνωρίσματα των εμπορικών πράξεων.

Σ΄ αυτό ακριβώς το σημείο θεσπίζονται σειρές νόμων που καθορίζουν τους τρόπους των επιχειρούμενων πράξεων προκειμένου αυτές να είναι νόμιμες και να συμβάλλουν στην γενικότερη ανάπτυξη. Οι συνθήκες με τις οποίες ασκείται η εμπορία γενικά επέβαλλαν από την αρχαιότητα ιδιαίτερες ρυθμίσεις σχέσεων και ιδιαίτερους κανόνες δικαίου. Το σύνολο των κανόνων αυτών λέγεται σήμερα Εμπορικό Δίκαιο.

Κεντρικές έννοιες

Κεντρικές έννοιες του Εμπορικού Δικαίου είναι ο έμπορος και η εμπορική πράξη. Για τον ορισμό του εμπόρου υπάρχουν τρία συστήματα, το υποκειμενικό, το αντικειμενικό και το τυπικό. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται και τα τρία κατά περίπτωση. Κατά το υποκειμενικό σύστημα έμπορος είναι όποιος ασκεί επάγγελμα, το οποίο ορίζεται στον νόμο ως εμπορικό.

Κατά το αντικειμενικό σύστημα έμποροι είναι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις. Ορισμένες εμπορικές πράξεις και επαγγέλματα απαριθμούνται στα άρθρα 2 και 3 του βασιλικού διατάγματος της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων».

Κυριότερες εμπορικές πράξεις είναι η αγορά προς μεταπώληση, η επιχείρηση χειροτεχνίας, η επιχείρηση προμήθειας, η επιχείρηση πρακτορείας, η μεταφορά, οι τραπεζικές εργασίες κλπ.

Τέλος κατά το τυπικό σύστημα έμπορος είναι όποιος ορίζεται ως τέτοιος από τον νόμο ανεξάρτητα από το αντικείμενο της δραστηριότητάς του.

Παράδειγμα είναι η ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει πάντοτε την εμπορική ιδιότητα ανεξάρτητα από τον σκοπό ή τη δραστηριότητά της.

Η εμπορική ιδιότητα έχει συνέπειες για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που την έχει (συνέπειες της εμπορικότητας). Για παράδειγμα μόνο έμπορος μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, για τα εμπορικά χρέη ισχύει ο ανατοκισμός (τόκος τόκου), μπορεί να διαταχθεί προσωποκράτηση για εμπορικά χρέη κλπ.

Το εμπορικό δίκαιο εκτείνεται σε ζητήματα όπως είναι τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ο ανταγωνισμός, οι εμπορικές εταιρίες, η πτώχευση, τα αξιόγραφα, το χρηματιστήριο, οι τράπεζες, οι εμπορικές συμβάσεις κλπ.

Ιστορία

Κανόνες εμπορικού δικαίου άρχισαν να θεσπίζονται από την αρχαιότητα, αν όχι και από τους μυθικούς ακόμα χρόνους. Εμφανίσθηκαν διάφοροι θεσμοί που ρύθμιζαν τις εμπορικές σχέσεις και ιδιαίτερα, στον ελλαδικό χώρο, θεσμοί που αφορούσαν το θαλάσσιο εμπόριο.

Το Εμπορικό Δίκαιο ως αυτούσιος κλάδος δικαίου εμφανίστηκε ειδικότερα κατά τον Μεσαίωνα ως «Θέσμια» (Statuta) μεταξύ των ιταλικών πόλεων.

Με δεδομένο ότι την εποχή εκείνη εμπόριο διενεργούσε ορισμένη μόνο κοινωνική τάξη (κλειστή κοινωνία – casta) που ήταν η τάξη των εμπόρων, το εμπορικό δίκαιο θεωρούνταν αποκλειστικά δίκαιο των εμπόρων, που αποτελούσε σύνολο κανόνων που ρύθμιζε τις μεταξύ τους σχέσεις.

Μεταγενέστερα, με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων εξέλειπε και η κλειστή αυτή κάστα των εμπόρων με συνέπεια το Εμπορικό Δίκαιο να θεωρείται σήμερα σύνολο κανόνων που διέπει γενικά τις όποιες εμπορικές σχέσεις δημιουργούνται.

Σημειώνεται ότι τελευταία κυριαρχεί η άποψη, ότι το Εμπορικό Δίκαιο αφορά τελικά μόνο τις δραστηριότητες των οργανωμένων εμπορικών επιχειρήσεων.

Άποψη που αρχίζει να καθιερώνεται στο χώρο σύμφωνα και με πρόσφατες νομοθεσίες.

Διαίρεση Εμπορικού Δικαίου

Το Εμπορικό Δίκαιο, κατά την ελληνική νομοθεσία, όπως αναφέρθηκε αρχικά αποτελεί τμήμα του Ιδιωτικού Δικαίου αν και πολλές διατάξεις του έχουν χαρακτήρα Δημοσίου Δικαίου (π.χ. περί πτωχεύσεως, ή διατάξεις που αφορούν Ναυτικό Δίκαιο και αποτελούν εξ αυτού ιδιαίτερο τμήμα το λεγόμενο «Δημόσιο Ναυτικό Δίκαιο» που ως νομοθέτημα αποτελεί τον Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.

Περαιτέρω το Εμπορικό Δίκαιο διαιρείται στους ακόλουθους κλάδους:

στο Γενικό μέρος, που αναφέρεται γενικά στις εμπορικές πράξεις, στους εμπόρους καθώς και στη βιομηχανική ιδιοκτησία.
στο Δίκαιο των Εμπορικών Εταιρειών
στο Δίκαιο των Αξιογράφων
στο Ασφαλιστικό Δίκαιο
στο Ναυτικό Δίκαιο και
στο Πτωχευτικό Δίκαιο

Πηγές Εμπορικού Δικαίου

Βασική πηγή του εμπορικού δικαίου είναι ο Εμπορικός Νόμος (Βασιλικό Διάταγμα της 19 Απριλίου του 1835), ο οποίος, θεσπίστηκε επί βασιλείας Όθωνα και βασίστηκε (αυτολεξεί μετάφραση) στον περίφημο γαλλικό εμπορικό κώδικα (γαλλ. Code de Commerce) που είχε θεσπίσει με προσωπική επιμέλεια ο Μέγας Ναπολέων το 1807.

Μάλιστα, ο γαλλικός εμπορικός κώδικας είχε εισαχθεί εθιμικά στην Ελλάδα ήδη πριν από την επανάσταση του 1821 αυτούσιος, και με το πρώτο επαναστατικό σύνταγμα (Σύνταγμα της Επιδαύρου της 1.1.1822) περιεβλήθη για πρώτη φορά και επίσημη νομική ισχύ (Άρθρο 98, in fine: «διά δε τα εμπορικά, ο εμπορικός της Γαλλίας Κώδηξ μόνος ισχύει εις την Ελλάδα»)

Όμως οι εμπορικοί θεσμοί και οι εμπορικές συναλλαγές ρυθμίζονται και από πολλούς ειδικούς νόμους.